Νέα δεδομένα για τη διατροφή και τον καρκίνο του παχέος εντέρου

Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως η κατανάλωση δίαιτας Δυτικού-τύπου, με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και λίπος
και χαμηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, συγκριτικά με μια δίαιτα πλούσια σε φυτικές ίνες και φτωχή σε πρωτεΐνη και λίπος.

Σύμφωνα με νέα μελέτη, φαίνεται ότι η αντικατάσταση του δεύτερου διατροφικού προτύπου από το πρώτο, ακόμη και για διάστημα μόλις δύο εβδομάδων, επιφέρει σημαντικές μεταβολές σε δείκτες που αποτελούν παράγοντες κινδύνου εμφάνισης της νόσου. Ειδικότερα, στη μελέτη συμμετείχαν 20 άτομα από τις ΗΠΑ και 20 άτομα από μια επαρχιακή περιοχή της νότιας Αφρικής. Από τους εθελοντές ζητήθηκε να «ανταλλάξουν» διατροφικά πρότυπα, κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, για διάστημα δύο εβδομάδων.

Η Αμερικανικού-τύπου δίαιτα περιλάμβανε υψηλή κατανάλωση πρωτεΐνης και λίπους και χαμηλή κατανάλωση φυτικών ινών και αντίστοιχα η Αφρικανικού-τύπου δίαιτα είχε υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και χαμηλή σε πρωτεΐνη και λίπος. Κατά την έναρξη της μελέτης, πριν γίνει η «ανταλλαγή» των διαιτών, περίπου το 50% των Αμερικανών εθελοντών εμφάνιζε πολύποδες στο έντερο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των Αφρικανών συμμετεχόντων ήταν μηδενικό.

Ωστόσο, μετά από δύο εβδομάδες κατανάλωσης της Αφρικανικού-τύπου δίαιτας, οι Αμερικανοί εθελοντές παρουσίασαν σημαντικά μικρότερου βαθμού φλεγμονή στο παχύ έντερο και χαμηλότερους δείκτες που σχετίζονται με την εμφάνιση καρκίνου. Αντίθετα, μεταξύ των Αφρικανών, παρατηρήθηκε δραματική αύξηση των εν λόγω δεικτών μετά από μόλις δύο εβδομάδες κατανάλωσης μιας Δυτικού-τύπου δίαιτας. Γενικά, φάνηκε πως οι παρατηρούμενες διαφορές προήλθαν από μεταβολές που προκλήθηκαν στην εντερική μικροχλωρίδα, προκειμένου αυτή να «προσαρμοστεί» στο νέο τύπο δίαιτας.

Όπως αναφέρει ο επικεφαλής της μελέτης, τα ευρήματα δείχνουν ξεκάθαρα πως ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου μπορεί να μειωθεί σημαντικά μέσω αύξησης της κατανάλωσης φυτικών ινών. Κλείνοντας, σχολιάζει πως αν και το παραπάνω συμπέρασμα δεν είναι καινούργιο, εν τούτοις είναι αξιοσημείωτο το πόσο σύντομα μπορούν να παρατηρηθούν μεταβολές στους δείκτες που συνδέονται με την εμφάνιση της νόσου, σαν αποτέλεσμα των αλλαγών στη διαιτητική πρόσληψη.

Από τη Χριστίνα Κατσαρού, επιστημονική συνεργάτη neadiatrofis.gr